-
1 μεσόω
μεσόω, in der Mitte, halb sein; εὖ νῦν τόδ' ἴσϑι μηδέπω μεσοῦν κακόν, Aesch. Pers. 427, wie ἐν ἀρχῇ πῆμα κοὐδέπω μεσοῖ, Eur. Med. 60; ἐπειδὴ τὸ δρᾶμα μεσοίη, Ar. Ran. 922; ἡμέρα μεσοῦσα, Mittag, Her. 3, 104; ϑέρους μεσοῦντος, Thuc. 6, 30; ἐν μεσοῦντι ἐνιαυτῷ, Xen. Hell. 2, 2, 20; ᾤμην γε μεσοῦν αὐτὸν τὸν λόγον, Plat. Phaedr. 241 d; κατ' ἀρχὰς – καὶ μεσοῦσιν, Polit. 265 b; auch = in der Mitte sein, die Mitte halten, Her. 4, 181, c. gen., wie τὰ δὲ καὶ μεσοῦν τούτων, Plat. Rep. X, 618 b, v. l. μέσον; c. part., σφᾶς μεσοῦν δειπνοῠντας, sie seien mitten im Essen gewesen, Conv. 175 c; – auch = sich ins Mittel schlagen, vermitteln.
-
2 μεσόω
A to be in or at the middle,τόδ' ἴσθι, μηδέπω μεσοῦν κακόν A.Pers. 435
;ἐν ἀρχῇ πῆμα κοὐδέπω μεσσῖ E.Med.60
;ἐπειδὴ τὸ δρᾶμα ἤδη μεσοίη Ar.Ra. 924
; esp. of Time, μεσοῦσα ἡμέρη midday, Hdt. 3.104; θέρους μεσοῦντος in midssummer, Th.5.57;ἐν [ἐνιαυτῷ] μεσοῦντι X.HG2.2.24
; πρὸς ἥλιον μεσοῦντα to wards midday, Thphr.CP2.4.8;μεσούντων τῶν ζῳδίων Hipparch.2.3.19
.2 c. gen., to be in the middle of,τῆς ἀναβάσιος Hdt.1.181
;τὰ δὲ καὶ μεσοῦν τούτων Pl.R. 618b
; μεσοῦντα τῆς ἀρχῆς in the middle of his time of office, Sch. Aeschin.3.12: and c. part.,μεσοῦν δειπνοῦντας Pl.Smp. 175c
.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий